- λιταῖς
- λιτήprayerfem dat plλιτόςsimplefem dat plλῑταῖς , λιτόςsimplefem dat pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
мольбьница — МОЛЬБЬНИЦ|А (1*), Ѣ ( А) с. Коллективная молитва: Маркианъ же, правовѣрныи сы и правосѹдець, повелѣ бо˫аринѹ да˫ати на потрѣбѹ да не бѹдеть. не точью ѡ семь. нъ и многы мл(с)тынѧ исполнь бѣ, бывающа˫а на поли молебници съ кр(с)ты пѣша исхожаше… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
Minuscule 276 — New Testament manuscripts papyri • uncials • minuscules • lectionaries Minuscule 276 Text Gospels Date 1092 Script Greek … Wikipedia
EPHESTRIS — Graece Ε᾿φεςτρίς, vestimentum fuit militare Chlamys, Lacerna. Hesych. Ε᾿φεςτρὶς χλαμὺς. Ε᾿φεςτρίδες τα ἐπιβλήματα, quod reliquis vestibus, inicerentur, Athen. l. 3. καὶ την` Ε᾿φεςτρίδα την` ἄχρηςτον, Lacernam quam nondum indui. Herodian. l. 7. de … Hofmann J. Lexicon universale
SAGUM — vox pure Graeca, a ςάγων, in genere quodvis dtegumentum est. Hinc quae alii coopertoria vel tegumenta equorum dicunt, ea saepe saga nominantur. Iul. Capitolin. in Vero, c. 6. ubi de Volucri eius equo, quem, sagis fuco tinctis coopertum, in… … Hofmann J. Lexicon universale
εν — (I) (AM ἐν, Α ποιητ. τ. ἐνί, εἰν, εἰνί) πρόθ. (με δοτ.) Ι. (για τόπο) 1. μέσα, εντός («νήσω ἐν ἀμφιρύτῃ», Ομ. Οδ.) 2. δηλώνει τη στάση σε τόπο («εν Αθήναις») 3. με κύρια ή προσηγορικά ονόματα ελλειπτικά με παράλειψη ουσ. (δόμοις, οίκω, μεγάρω,… … Dictionary of Greek
λιτός — (I) ή, ό (AM λιτός, ή, όν) 1. απλός, ακαλλώπιστος, απέριττος (α. «λιτό ύφος» β. «λιτὴ δίαιτα», Πλούτ.) 2. αυτός που αρκείται σε ολίγα, ολιγαρκής, λιτοδίαιτος («λιτὸς γενόμενος τοῑς ἔχουσι μὴ φθόνει», Διον. Κωμ.) 3. το ουδ. ως ουσ. το λιτό(ν) η… … Dictionary of Greek
πέτρα — I Oνομασία διαφόρων αρχαίων πόλεων. 1. Πόλη της αρχαίας μακεδόνικης Πιερίας, χτισμένη πάνω σε ψηλό και απότομο βράχο στα Στενά της Πέτρας, που σχηματίζουν τα Καμβούνια όρη και ο Όλυμπος. Είναι άγνωστο πότε χτίστηκε. Έχουν σωθεί ερείπια από σπίτια … Dictionary of Greek
πείθω — Θεά των αρχαίων Ελλήνων. Αρχικά τη θεωρούσαν θεά του έρωτα και του γάμου και όχι προσωποποίηση της παντοδύναμης και πολύπλευρης δύναμης του λόγου. Λατρευόταν ως ιδιαίτερη θεά ή ως βοηθός άλλων θεοτήτων, όπως της Αφροδίτης, του Πόθου, του Ίμερου,… … Dictionary of Greek
БЛАГОЧЕСТИЕ — [греч. εὐσέβεια от εὖ благо и σέβομαι чту, почитаю], внутреннее благоустроение души, основанное на богопочитании и выполнении религ. и нравственных предписаний. Христианство не является единственным носителем традиции Б., представляющего собой… … Православная энциклопедия